Δεν πασχίζω να υπερεκτιμηθεί ο όρος «Νέοι» . Θα μπορούσε να
σημαίνει και σπυράκια ακμής και ευθυνοφοβία και απειρία και άλλους με αρνητικό
πρόσημο χαρακτηρισμούς. Οι νέοι όμως είναι εξ’ ορισμού αυθεντικοί. Και μου
φαίνεται ότι αρκετοί πολιτικοί ,μας υποτιμούν και μας χρησιμοποιούν όποτε τους βολεύει.
Η νεολαία είναι συχνά η σημαία τους και η βιτρίνα – οι δωρεάν φωνές
αποδοκιμάζονται και η ελπίδα που εκπέμπει λόγω ηλικίας.
Γενικά σήμερα, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων φαίνεται να υποφέρει
από ένα είδος άμορφης, «μαλακιάς» νεύρωσης: όχι δυνατά γράμματα, όχι έντονα
πάθη με χάσιμο των σημείων αναφοράς που πάει μαζί με μια άκρα μαλθακότητα των
χαρακτήρων και των συμπεριφορών.
Σήμερα κανόνες και αξίες του χθές θρυμματίζονται. Τα πρότυπα
«επιτυχίας»που προτείνονται από τα ΜΜΕ, λειτουργούν εξωτερικά, δεν μπορούν να
εσωτερικευθούν, δεν μπορούν να φορτιστούν με κάποιο αξιολογικό περιεχόμενο –
και δεν θα μπορούσα να απαντήσω – στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνω».
Το μεγάλο μας πρόβλημ
είναι η εξάρθρωση της οικογένειας. Δεν μιλώ φυσικά για τις στατιστικές διαζυγίων,
αλλά για το ότι η οικογένεια δεν είναι πια κανονιστικό κέντρο. Οι γονείς δεν
ξέρουν πια τι πρέπει να επιτρέπουν και τι να απαγορεύουν. Ακόμη κι αν
επιστρέψουμε σε μια γενιά «αυστηρών» γονιών, τίποτε δεν θα άλλαζε, τουλάχιστον για τους πολλούς. Γιατί ακόμη κι έτσι, θα έπρεπε
οι αυστηροί γονείς να πιστεύουν σε κάτι, θα ‘επρεπε ακόμη η λειτουργία της κοινωνίας
να δίνει τη δυνατότητα στο μέσο πολίτη να πιστέψει σε αυτήν, χωρίς οι
αντινομίες και οι αντιφάσεις να γίνονται υπερβολικά συχνές και εξόφθαλμες.
Θεωρητικά ο ρόλος της οικογένειας θα μπορούσε να αναπληρωθεί
από το σχολείο. Αλλά και αυτό είναι σε κρίση. Όλοι μιλούν για την κρίση της παιδείας,
των προγραμμάτων, του περιεχομένου, τις παιδαγωγικές σχέσεις κλπ. Η ουσιώδης όμως
πλευρά της κρίσης είναι άλλη. Είναι ότι κανείς πια δεν επενδύει πραγματικά στο
σχολείο και την παιδεία αυτά καθαυτά. Παλαιότερα το σχολείο ήταν για τους γονείς
ένας σεβαστός τόπος, για τα παιδιά ένας σχεδόν πλήρης κόσμος και για τους δασκάλους
λίγο – πολύ λειτούργημα.
Τώρα για τους δασκάλους και τους μαθητές είναι αγκαρία που
υπομένεται για κάποιον σκοπό (τόπος παροντικού ή μελλοντικού μεροκάματου) ή
απορρίπτεται σαν καταναγκασμός και για τους γονείς πηγή άγχους: το παιδί θα
περάσει ή όχι στην κατεύθυνση που οδηγεί στο απολυτήριο τάδε κι επιτρέπει την
είσοδο στη σχολή δείνα?
Καθώς η οικονομική αξία γίνεται η μόνη αξία, η σχολική «υπερκατανάλωση»
και το άγχος των γονιών όλων των κοινωνικών κατηγοριών για τη σχολική επιτυχία
του παιδιού, αναφέρονται μόνο στο χαρτί που θα αποκτήσουν - ή όχι - τα παιδιά. Άγχος που διπλασιάζεται
με την ανεργία για το παιδί πρέπει τώρα να πάρει το «καλό» χαρτί. Το σχολείο
είναι ο τόπος που παίρνει κανείς αυτό το χαρτί – δεν είναι ο χώρος που κάνει το
παιδί άνθρωπο.
Όλα αυτά είναι δεμένα με την κατάρευση των προοπτικών για το
μέλλον. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η κοινωνία διατηρούσε ακόμη
παραστάσεις για το μέλλον, προθέσεις, σχέδια. Δεν έχει σημασία ότι για άλλους αφορούσαν
στην επανάσταση και για άλλους στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Υπήρχαν
εικόνες που έμοιαζαν πιστευτές. Οι οποίες άδειαζαν από μέσα επί δεκαετίες, αλλά
οι άνθρωποι δεν το έβλεπαν. Και ξαφνικά η κοινωνία ανακάλυψε ότι δεν είχε
καθόλου παραστάσεις για το μέλλον της και καθόλου προτάγματα, πράγμα
πρωτοφανές. Η ελευθερία, λέει κάπου ο Καστοριάδης, γίνεται ανυπόφορη όταν δεν
έχουμε να κάνουμε τίποτε με αυτήν. Μεταβάλλεται σε φιγούρα κενού. Φοβισμένος
μπρος στο κενό, ο σύγχρονος άνθρωπος κάνει τη φυγή προς τα εμπρός υπερφορτίζοντας
τις διασκεδάσεις του. Τώρα πια δεν έχει ούτε χρήματα γι’ αυτό και νιώθει
ένοχος.
Κάποιοι στοχαστές που μοχθούν λένε πως πρέπει να περάσουμε
από έναν πολιτισμό της ενοχής σε έναν πολιτισμό
της υπευθυνότητας. Δεν είναι νοητός ένας πολιτισμός του άγχους και της υποχρεωτικής
ενασχόλησης με τη δουλειά, όπως λίγο πολύ είναι ο σημερινός, γιατί πάνω του δεν
μπορεί να χτιστεί μια κοινωνική θέσμιση συνεκτική και ικανή να λειτουργήσει. Χρειάζεται
αυτονομία και εμπλοκή σε κάτι θετικό. Με δύο λόγια στην κοινωνία μας, πριν την
άνοδο των απατεώνων (και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που ακολούθησαν) υπήρχαν
ήθη, κανόνες και κοινά αποδεκτές ελάχιστες προδιαγραφές. Σήμερα αυτό δε
λειτουργεί κι έτσι μια ανεξέλεγκτη πια δημιουργία οδηγεί προς την Τυραννία και
προκαλεί την κατάλυση των δημοσίων κοινωνικών συμπεριφορών, που προυποθέτει η
από κοινού αναζήτηση της αλήθειας.
Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την έμπρακτη παρουσία αυτής της αλήθειας
μέσα στην κοινωνία. Αν δεν ορθοθούμε ενάντια στην απάτη που διαφημίζεται,
γινόμαστε συνυπεύθυνοι στην ενδεχόμενη νίκη της. Η Δημοκρατία έχει ανάγη από την ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου σκέψης,
αντιπαράθεσης και αμοιβαίας κριτικής. Υπάρχουν μόνο όπου υπάρχει
δημοκρατικό ήθος, υπευθυνότητα, αιδώς, παρρησία, δικαιοσύνη από αμοιβαίο έλεγχο
και οξυμένη συνείδηση πώς ό, τι αφορά στα κοινά, αφορά στον καθένα μας προσωπικά.
Αλλιώς, θα υπάρχουν μόνο ψευτοαλήθειες που θα διαχειρίζεται το κράτος και η εξουσία
του φόβου. Φόβος μήπως χάσουμε, μήπως δεν κερδίσουμε παραπάνω, φόβος μήπως ο
διπλανός μας δεν περνάει καλύτερα κλπ. Το μίσος για τον άλλον, ακόμη και αν ελεύθερα εμείς οι ίδιοι αναγνωρίζουμε ,(και
ίσως γι’ αυτό) ότι είναι πιο άξιος από εμάς.
Οι θεσμοί είναι απαραίτητοι. Δημιουργούνται και παύουν να
ισχύουν μέσα σε μια διαρκή διαδικασία κατασκευής (ξεχνάμε συνήθως πως οι νόμοι της
γλώσσας π.χ είναι τελικά συμβάσεις που τις
συμμερίζονται όλοι).
Οι νόμοι είναι δικό μας
δημιούργημα και μπορούμε να τους αλλάξουμε. Όσο όμως δεν έχουν αλλαχθεί,
έχουμε υποχρέωση να τους τηρούμε, γιατί αλλιώς η ανθρώπινη κοινότητα είναι
αδύνατη.
Σωστή λοιπόν παιδεία,
χωρίς Δημοκρατία και Πολιτισμό, δεν γίνεται, ούτε χωρίς δικαιοσύνη, ούτε χωρίς
προοπτικές για το μέλλον.
Άρα ξεκινάμε από μια αναβάθμιση
του διδακτικού προσωπικού, το οποίο όμως απαιτούμε να έχει επιστημονική
ποιότητα, όραμα, αίσθηση ανθρωπιάς και δικαιοσύνης. Φροντίζουμε οι αμοιβές του
να του επιτρέπουν αξιοπρεπή διαβίωση και το ελέγχουμε επίσης.
Συνεχίζουμε με αποτύπωση
των αναγκών της αγοράς και της κοινωνίς και προσαρμόζουμε τα μαθήματα, τις σχολές και τον αριθμό των εισακτέων
σε αυτές, Τόσο απλά.
Τα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού χρειάζονται άριστη
στελέχωση από ανθρώπους που θα δουλεύουν. Βέβαια το «όποιος θέλει να ορίσει την
τύχη του» είναι λίγο κρετινιστικό. Ο Γόυντι Άλεν απαντάει με τον τρόπο στην
ταινία Matchpoint. Η τυχαιότητα
παίζει κι αυτή τα ρόλο της.
Αλλά πρέπει να φέρουμε εις πέρας πρώτα τις διαπραγματεύσεις,
πρώτα με τον εαυτό μας. Όχι «φταίνε μόνο οι άλλοι», «φταίει και η ατυχία μας»
που οδηγούν κάτω το κεφάλι και στο πάτωμα το μυαλό. Όχι, γιατί η ζωή δεν είναι
αφροδίσιο νόσημα ,αλλά ευχάριστη έκπληξη, δώρο Θεού. Ας απομονώσουμε τους παραχαράκτες της αλήθειας και τον ηθικό αστιγματισμό,
την κακοποίηση της λογικής και τη συκοφαντία της αλληλεγγύης.
Ο Μόργκαν Φρίμαν είπε σε κάποθα ταινία μια φοβερή ατάκα στον
Μπράντ Πίτ: « Δεν μπορώ να ζήσω σε έναν
τόπο που καλλιεργεί την απάθεια σαν να ήταν αρετή»!
Μπορούμε εμείς οι
Νέοι με όλους εσάς!
Μαρία Μήτσιου,
Καθηγήτρια Ειδικής
Φ.Αγωγής MSc – Phd (c)
Υποψήφια Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας – Α’ Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου